αρχιποίμην

αρχιποίμην
αρχιποίμην ο
архипастырь – архиерей, протоиерей

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρχιποίμην" в других словарях:

  • αρχιποίμην — ἀρχιποίμην ( μένος), ο (AM) 1. ο πρώτος μεταξύ των ποιμένων, ο Ιησούς Χριστός 2. ο αρχιερέας …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιποίμην — chief shepherd masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιποιμένων — ἀρχιποίμην chief shepherd masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιποίμενα — ἀρχιποίμην chief shepherd masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιποίμενι — ἀρχιποίμην chief shepherd masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιποίμενος — ἀρχιποίμην chief shepherd masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • начало — НАЧАЛ|О (508), А с. 1.Начало, основание, происхождение: ѿ саторьнила же начало ѥреси имѹще. КР 1284, 362а; сниде к намъ с҃нъ б҃ии. безначальныи. бес конца и без начала. ПрЛ XIII, 106б; •а•˫а не(д)лѧ сѹщи въ начало створени˫а ΓΑ XIII–XIV, 139а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… …   Dictionary of Greek

  • ՀՈՎՈՒԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0122 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c գ. ἁρχιποιμήν princeps pastorum. Գլուխ եւ պետ հովուաց. եւ Քրիստոս տէրն մեր. որ եւ Հօտապետ. եւ Փոխանորդն քրիստոսի. քահանայապետ. եպիսկոպոսապետ. ... *Վիճէին …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»